- εμπύρευση
- ηεμπυρευμάτιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπυρευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εμπύρευση … Dictionary of Greek
επιβύστρα — η (Α ἐπιβύστρα) βύσμα, βούλωμα νεοελλ. η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. τής λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»] … Dictionary of Greek